καρπολόγος

καρπολόγος
καρπολόγ-ος (parox.), ον,
A gathering fruit, Polyaen.3.10.9.
II title of magistrates at Thasos, BCH45.147 (iv B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρπολόγος — ο (Α καρπολόγος, ον) αυτός που συλλέγει καρπούς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο καρπολόγος γεωργικό εργαλείο με το οποίο συλλέγονται οι καρποί τών ψηλών δένδρων αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ καρπολόγος τίτλος άρχοντος στη Θάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • καρπολόγος — ο αυτός που συλλέγει καρπούς ή γεωργικό εργαλείο με το οποίο περισυλλέγονται τα φρούτα των ψηλών δέντρων: Έχουμε τόσα πολλά δέντρα που χρειαζόμαστε καρπολόγους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρπολόγοις — καρπόλογος gathering fruit masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • καρπολογώ — (Α καρπολογῶ, έω) [καρπολόγος] συγκομίζω καρπούς νεοελλ. 1. (σχετικά με ωφέλεια) απολαμβάνω 2. συλλέγω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον τρύγο, επικαρπολογώ* …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”